- σῑτώνης
- σῑτ-ώνης, ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιτώνης — σῑτώνης , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg σιτωνέω buy corn imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτώνης — ὁ, Α 1. αυτός που αγοράζει σιτάρι 2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, τού οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό τού δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να… … Dictionary of Greek
σιτωνώ — έω, Α [σιτώνης] αγοράζω σίτο, είμαι σιτώνης* … Dictionary of Greek
σιτῶνα — σιτών cornfield masc acc sg σῑτῶνα , σιτώνης public buyer of corn masc voc sg σῑτῶνα , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτώνας — σῑτώνᾱς , σιτώνης public buyer of corn masc acc pl σῑτώνᾱς , σιτώνης public buyer of corn masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SITARCHA — Graece Σιτάρχης, frumenti Praefectus, cuiusmodi officio Iosephus Patriarcha in Aegypto defunctus est, ut in Sacris legimus. Unde ςθιταρχία ipsum munus: inde horreum, ac apotheca ad condendum omne annonae genus, apud Chrysologum Serm. 8. Aliud… … Hofmann J. Lexicon universale
δεκατώνης — δεκατώνης, ο (Α) ο ενοικιαστής τού φόρου τής δεκάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)] … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιταγέρτης — ὁ, Α αυτός που συγκεντρώνει σιτάρι για το δημόσιο, ο σιτώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + αγέρτης (< ἀγείρω)] … Dictionary of Greek
σιτωνία — ἡ, ΜΑ [σιτώνης] 1. η αγορά σίτου 2. το αξίωμα τού σιτώνου αρχ. χορήγηση σιταριού για την παρασκευή ψωμιού … Dictionary of Greek
σιτωνικός — ή, όν, ΜΑ [σιτώνης] 1. αυτός που προορίζεται για την αγορά σίτου, για τη σιτωνία* («σιτωνικὰ χρήματα», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά σιτωνικά χρήματα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την αγορά σίτου («γραμματεύων τῶι ταμίαι τῶν… … Dictionary of Greek